Μία υπέροχη πόλη, τρεις ξεχωριστές φίλες, ένας αξέχαστος χρόνος
Ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες κι έχοντας διαφορετικούς στόχους, τρία κορίτσια, η Αλίκη, η Μαρίνα και η Νατάσσα, φεύγουν για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι –την πόλη όπου θα γνωριστούν και θα ζήσουν μια χρονιά που θα τους αλλάξει για πάντα τη ζωή!
Σας παρουσιάζουμε τη Μαρίνα: Μοναχοπαίδι μεσοαστικής οικογένειας του Πειραιά, υπεύθυνη, έξυπνη, αυτοσαρκαστική και πνευματώδης. Άριστη μαθήτρια, μεγαλωμένη «με γαλλικά και πιάνο», αυτό που αποζητά είναι να αποκτήσει επιτέλους την ανεξαρτησία της ξεφεύγοντας, για πρώτη φορά, από την ασφυκτική αγάπη της… Μανούλας.
Μαρίνα
Σε κάθε ρούφηγμα της μύτης της νιώθω τα νεύρα μου να τεντώνονται σαν σχοινιά απλώματος σε νύχτα με δέκα μποφόρ. Ζω την απόλυτη παράνοια. Αύριο φεύγω για Παρίσι για να κάνω ένα ρημάδι μεταπτυχιακό ενός χρόνου, και η Μανούλα, που τόσα χρόνια μου είχε κάνει πλύση εγκεφάλου να μη σταματήσω τις σπουδές, εδώ και τρεις ώρες κλαίει κι οδύρεται που θα της φύγει το Παιδάκι της να πάει στα ξένα. Θα μπορούσα λέει να τις συνεχίσω κι εδώ τις σπουδές και δεν ήταν ανάγκη να πάω να ζήσω μόνη μου στη μαύρη ξενιτιά. Θα μπορούσα, η αλήθεια είναι. Αλλά πραγματικά δε θέλω.
Όλη μου τη ζωή τα θέλω μου περνούσαν από τα θέλω τα δικά της. Πριν οι σκέψεις μου γίνουνε πράξεις, περνάγανε μια βόλτα από τις επιθυμίες της, μπαίνανε στο μίξερ και βγαίνανε μεταμφιεσμένες σε δικές μου επιθυμίες. Μου πήρε πολλά χρόνια να ανακαλύψω τη σκευωρία. Νομίζω βέβαια ότι τα ίδια τραβάνε τα περισσότερα μοναχοπαίδια. Περνάνε τα πρώτα χρόνια απολαμβάνοντας ανυποψίαστα τα οφέλη της απολυτότητας, ρουφάνε αχόρταγα την αμέριστη προσοχή των γονέων χωρίς να παίρνουν χαμπάρι τι παιχνίδι στήνεται από πίσω. Όλη αυτή η «ανιδιοτελής» προσφορά θα σου τριφτεί μια μέρα στη μούρη σαν τούρτα στολισμένη με αμέτρητες ενοχές, γιατί ο «καημένος» ο γονιός, η μανούλα συνήθως, δεν έχει κανέναν άλλο στον κόσμο εκτός από σένα. Κι εσύ οφείλεις πλέον να της ανταποδώσεις όλα όσα έκανε για σένα όλα αυτά τα χρόνια. Το ότι δεν τα ζήτησες δεν έχει καμία σημασία. Τα δέχτηκες και τώρα πρέπει να ξοφλήσεις. Για την ακρίβεια, θα πρέπει να ξοφλάς για το υπόλοιπο της ζωής σου. Αδιαμαρτύρητα. Γιατί κάθε διαμαρτυρία θα συνεπιφέρει σκηνές αρχαίου δράματος σαν αυτή που ζήσαμε πριν από λίγο.
Δυνατότερο ρούφηγμα μύτης προσπαθώντας να με κάνει να γυρίσω να την κοιτάξω. Αλλά δε θα της περάσει. Έχω βιδώσει το κεφάλι ευθεία μπροστά και χαζεύω κάτι σαβούρες στην τηλεόραση. Αναρωτιέμαι, κανονικά δε θα ’πρεπε να έχουν τελειώσει οι επαναλήψεις; Σεπτέμβριος έφτασε.
Όπως και να ’χει, δε θα μιλήσω άλλο και δεν πρόκειται να φύγω από το σαλόνι, παρόλο που νιώθω τα μπούτια μου να ιδρώνουν τόση ώρα ακούνητα στη βελούδινη πολυθρόνα. Έχω ζήσει πολλές τέτοιες σκηνές στο παρελθόν για να γνωρίζω πια με απόλυτη βεβαιότητα ότι αν σηκωθώ να φύγω αυτό που θα γίνει είναι να με ακολουθήσει ψέλνοντας από πίσω μου μέχρι το δωμάτιό μου, και μετά, επειδή απαγορεύεται να κλείνουμε την πόρτα στη Μανούλα, θα με στριμώξει στη γωνία μέχρι να υποχωρήσω. Το δωμάτιο στο οποίο μένω από μικρό παιδί δεν ήταν ποτέ καλό σημείο συζήτησης με τη Μανούλα. Πολύ συναισθηματικά φορτισμένο. Καλύτερα λοιπόν να μείνω εδώ, που είναι ουδέτερο έδαφος, μέχρι να φύγει εκείνη πρώτη. Στην τελική, θα μείνω εδώ μέχρι να ξημερώσει. Τα πράγματά μου άλλωστε είναι όλα έτοιμα από προχτές. Και το μέσα μου έτοιμο χρόνια τώρα.
Θεέ μου, πόσο θα ήθελα τώρα ένα τσιγάρο. Αλλά δεν πειράζει. Από αύριο θα έχω το δικό μου σπίτι, τη δική μου κουζίνα, τα πράγματά μου θα είναι πεταμένα εδώ κι εκεί, θα χορεύω πατώντας πάνω τους και θα καπνίζω ασταμάτητα. Τσιγάρο στο ντους, τσιγάρο με τον καφέ, τσιγάρο με το φαΐ, τσιγάρο με το κρασί, γιατί εννοείται ότι θα φτιάξω και τη δική μου κάβα με γαλλικά κρασιά. Και το ψυγείο μου θα είναι γεμάτο μαλακίες και θα τρώω ό,τι ώρα να ’ναι. Και πού ξέρεις, ο Εφιάλτης της Μανούλας μπορεί να βγει αληθινός: ίσως γνωρίσω κανένα Γάλλο βρομύλο και συζήσουμε και κάνουμε δυο παιδιά εκτός γάμου που θα μιλάνε μόνο γαλλικά και δε θα μπορεί η Μανούλα να τους ζητήσει ούτε ένα ποτήρι νερό. Τέλεια δηλαδή.
Θα ήθελα να πω ότι δεν ήταν πάντα έτσι, ότι είναι λογικό μια μάνα που αποχωρίζεται το παιδί της, και δη μοναχοπαίδι, να υποφέρει πόνο φρικτό, αλλά δυστυχώς ήταν πάντα ακριβώς έτσι. Από τότε που ήμουν στο Δημοτικό είχα την ευτυχή δυστυχία να την έχω δίπλα μου στα πάντα, ακόμα κι όταν δεν το ζητούσα. Και βέβαια κλαίγαμε μαζί την πρώτη μέρα που πήγα Νήπιο, την πρώτη μέρα που πήγα Δημοτικό, όταν ξεκίνησα στους προσκόπους. Οι δρόμοι ήταν πάντα ανοιχτοί για μένα προτού προλάβω να σκεφτώ αν έχω πάρει το σωστό μονοπάτι. Τίποτα δεν ήταν αρκετά καλό για μένα και δεν υπήρχε τίποτα που να μην μπορούσα να κάνω στην εντέλεια.
Αποφοίτησα από το γαλλικό σχολείο με άριστα, περνώντας σχεδόν όλη μου την εφηβεία υπό τη σκιά της φράσης «Πρώτα το διάβασμα και μετά οι έρωτες». Και όταν μπήκα στη Γαλλική Αθήνας τέταρτη και με υποτροφία, είχα την αφέλεια να πιστέψω ότι είμαι πια αρκετά μεγάλη για να ορίζω τη δική μου ζωή. Αλλά θα περνούσε αρκετός καιρός ακόμα μέχρι να μπορέσω να πολεμήσω με τις Ερινύες μου και να δώσω προτεραιότητα στις δικές μου επιθυμίες.
Μέχρι τότε δεν είχα καταφέρει να κάνω καμία σχέση της προκοπής, πού να προλάβω η δόλια με τόσο διάβασμα και τόσα φροντιστήρια. Ο Μιχαλάκης, συμμαθητής από το Δημοτικό που έλιωνε για τα καστανά μου μάτια και τις κόκκινες μπούκλες μου χρόνια ατελείωτα, μας έπεφτε λίγος.
Τι να τον κάνουμε το Μιχαλάκη, που ο μπαμπάς του δουλεύει στο συνεργείο στη Δραπετσώνα και μένουνε στο νοίκι; Κι αν κάτι πήγαινε στραβά και με γκάστρωνε και αντί να γίνω ακαδημαϊκιά, που έχω όλα τα φόντα να αποκτήσω έδρα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παντρευόμουνα το Μιχαλάκη στα δεκαοχτώ και γινόμουνα Μιχάλαινα να πλένω σώβρακα στα δεκαεφτά παιδιά μας και να φέρνω τις παντόφλες στο γιο του συνεργειά; Ούτε κατά διάνοια. Έπαιρνε ο δύσμοιρος ο Μιχαλάκης τηλέφωνο να πάμε για καφέ, τότε δεν υπήρχαν και τα κινητά, κι έπρεπε να περάσει την Ιερά Εξέταση, που εννιά στις δέκα του έλεγε ότι λείπω. Στο φροντιστήριο. Που πηγαίναμε μαζί τις ίδιες ώρες. Με ρώταγε μετά ο Μιχάλης και του έλεγα κάτι παραμύθια, ότι τάχα μου της είχα πει ψέματα για να πάω κάπου αλλού, και τα ’χαφτε το δόλιο.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά τελείωσα το σχολείο και ήμουν ακόμα παρθένα. Είμαι που είμαι και στο ζώδιο Παρθένος και από μικρή καθόλου καλά δε μου καθότανε αυτό. Και θα μπορούσα να είμαι και στ’ αλήθεια, δηλαδή, αν το καλοκαίρι πριν τα δέκατα όγδοα γενέθλιά μου δε συνειδητοποιούσα ότι έχω το δικαίωμα να απο¬φασίζω πια μόνη μου για το κορμί μου τουλάχιστον.
Η συνειδητοποίηση ήρθε από το πουθενά ένα βράδυ που κάναμε διακοπές στο χωριό του Πατερούλη στην Εύβοια. Είχαμε μόλις μάθει τα χαρμόσυνα για την εισαγωγή μου στο πανεπιστήμιο και την υποτροφία, και υπήρχε μια διάχυτη ευφορία στην «Αγία Τριάδα», όπως αυτοαποκαλούμαστε, αλλά και στον ευρύτερο οικογενειακό κύκλο, καθώς οι γονείς, φουσκωμένοι από περηφάνια, κέρναγαν και ξανακέρναγαν συγγενείς και φίλους. Και να τα ούζα και να οι μπίρες και να τα σουβλάκια. Στο μεταξύ για πρώτη φορά στη ζωή μου απολάμβανα την απόλυτη ελευθερία, καθώς δεν υπήρχε πια τίποτα να προετοιμάσω για την επόμενη χρονιά, έπρεπε απλά να περιμένω να ξεκινήσει. Τα ξαδέρφια μου είχαν φτιάξει ένα φοβερό παρεάκι με κάτι παιδιά από το διπλανό χωριό και κάθε βράδυ, με την πρόφαση ότι παίζαμε επιτραπέζια μέχρι αργά στην πλατεία, τρυπώναμε στο ένα και μοναδικό μπαράκι της παραλίας και γινόμασταν λιάρδα. Εκεί ανακάλυψα και τα τσιγάρα Silk Cut, και έκτοτε δεν τα αποχωρίστηκα. Το φοβερό ήταν πως όταν επέστρεφα κατά τις δύο ζέχνοντας ποτό και τσιγαρίλα, κανείς δεν έβγαζε κιχ. Προφανώς εγώ μεθούσα με βότκα και οι γονείς βρίσκονταν σε μέθη διαρκείας από την πολλή περηφάνια.
Ένα αυγουστιάτικο βράδυ Σαββάτου, λοιπόν, του σωτήριου έτους 1999, είχε έρθει στην παρέα ένα παλικάρι που δεν είχα ξαναδεί. Μετά έμαθα ότι ήταν από το Βόλο, ότι δούλευε στο ταχυ¬δρομείο και ότι ερχόταν μόνο για Σαββατοκύριακα. Δεν ξέρω αν σεληνιάστηκα από την Πανσέληνο του Αυγούστου ή τι στην ευχή έγινε, αλλά ξαφνικά άρχισα να συμπεριφέρομαι σαν μαινάδα. Δεν ήταν ότι με τρέλανε και τόσο ο τύπος, είχε στραβή μύτη, φορούσε μπλε καρό πουκάμισο και σταυρό με πέτσινο κορδόνι κι έλεγε το λι και το νι λες και του κόλλαγε η γλώσσα με UHU στον ουρανίσκο. Κοιτούσε όμως τα βυζιά μου με τόσο γουρλωμένα μάτια που διασκέδαζα απίστευτα.
Από την ώρα που μου είπε εκείνο το «Χαίρω πολλλύ, Χάρης» και για όλο το υπόλοιπο της βραδιάς τού ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί σε οτιδήποτε άλλο. Κι εγώ άλλο που δεν ήθελα. Όταν δε χόρευα σηκώνοντας τη φούστα μου και ανακατεύοντας τα μαλλιά μου με νάζι, καθόμουν στο σκαμπό ακουμπώντας τα χέρια στο μπαρ, και αν κάποιος μου μιλούσε, λόγω μιας ξαφνικής κώφωσης, έπρεπε οπωσδήποτε να σκύψω για να ακούσω τι έχει να μου πει. Και κατά το σκύψιμο τούρλωνα κιόλας τα μπαλκόνια. Έσκυβα εγώ, έσκυβε κι ο Χάρης.
Κάποια στιγμή, ο φίλος του από την παρέα του χωριού μου κατάλαβε τι συνέβαινε και πρότεινε να φύγουμε όλοι μαζί και να πάμε να συνεχίσουμε τη βραδιά στην παραλία. Κι εκεί μάλλον ήταν που συντελέστηκε η μετάλλαξή μου. Η Πανσέληνος είχε όλο το περιθώριο να δράσει. Την άφησα να με λούσει και ξάπλωσα ανάσκελα στα βοτσαλάκια. Ο Χάρης ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου. Μια μυρωδιά από φθηνό άρωμα YAX, ανακατεμένη με σαπούνι και μια υποψία ιδρώτα, μου χτύπησε τα ρουθούνια. Άρχισα να νιώθω τα πάντα πάνω μου μ’ έναν τρόπο που δεν τα είχα ξανανιώσει ποτέ ως τότε. Με μια έμφαση στη βουβωνική χώρα. Βασικά, για να το πω απλά, είχα ερεθιστεί μέχρι εκεί που δεν πήγαινε. Έτσι, όταν με ρώτησε αν θέλω να πάμε μια βόλτα, δεν μπόρεσα να δώσω καν φυσιολογική απάντηση. Έβγαλα έναν ήχο που έμοιαζε με νιαούρισμα και κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Οι άλλοι γύρω μας είχαν ξαπλώσει ημιλιπόθυμοι από το ποτό και χάζευαν το φεγγάρι.
Σηκώθηκε με κίνηση αιλουροειδούς και μου έδωσε το χέρι του για να σηκωθώ. Όταν ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο, έσκυψε και μου ψιθύρισε λιγωμένα στο αυτί:
«Είσαι πολλλύ σέξι Μαρίνα». Και με φίλησε απαλά στη βάση του λαιμού.
Και χωρίς να καταλάβω πώς στο καλό ξεστόμισα εγώ τέτοιο πράγμα του είπα, «Το ξέρω», και τον κοίταξα στα μάτια με τέτοια λαγνεία που τον είδα να κάνει ένα μορφασμό πόνου, προφανώς γιατί δεν είχε πού να χωρέσει πια τα προσόντα του μέσα στο θεόστενο τζιν που φορούσε. Μέσα μου, βέβαια, συνέχιζα να διασκεδάζω αφάνταστα με την παράσταση που έδινα. Εγώ, μοιραία γυναίκα! Η συνέχεια δε θέλει και πολλή φαντασία. Πήγαμε στην άκρη της παραλίας, πίσω από κάτι βραχάκια που δημιουργούσαν φυσικό παραβάν. Η κάλυψη από τα αδιάκριτα μάτια ήταν τόσο τέλεια που σίγουρα θα είχαν πολλή πελατεία. Δεν έβγαλα τσιμουδιά για το γεγονός ότι ήμουν παρθένα αλλά, φυσικά, κάποια στιγμή το κατάλαβε. Και φυσικά η τελευταία πράξη της παράστασης ήταν λίγο αποτυχημένη αλλά ποσώς μ’ ενδιέφερε. Σημασία είχε ότι ήμουν γυναίκα πια. Κι αυτό θα τα άλλαζε όλα.
Ο Χάρης, την επόμενη μέρα, προφασίστηκε ότι είχε δουλειές στο Βόλο κι έπρεπε να φύγει. Τη στιγμή που με χαιρετούσε μου είπε ότι «θα τα πούμε πάλλλι» και μου έκλεισε το μάτι, κι εγώ δε θέλησα να του το χαλάσω λέγοντάς του πως δεν ανταλλάξαμε ποτέ τηλέφωνα, αν και δεν ήμουν και πολύ σίγουρη ότι ήθελα. Και μόνο στη σκέψη να εξηγήσω στους γονείς «ποιος είναι αυτός που πήρε τηλέφωνο» ανατρίχιαζα. Τα τελευταία δύο Σαββατοκύριακα του Αυγούστου δεν ξαναπάτησε το πόδι του στο χωριό, αλλά δε σκοτίστηκα. Ήξερα ότι στη γωνία με περίμενε μια μαγική νέα αρχή από Σεπτέμβρη, και πραγματικά δεν ήθελα να ασχοληθώ καθόλου με τον εραστή της μιας ώρας, γιατί αν πω της μιας βραδιάς θα πρόκειται για ανακρίβεια.
Αναγκάστηκα όμως ν’ ασχοληθώ, και πολύ μάλιστα, όταν κάποια στιγμή το Σεπτέμβριο μέτρησα τις μέρες και διαπίστωσα ότι είχα μια βδομάδα καθυστέρηση. Προφανώς μετά το πέρασμα στη γυναικεία πλευρά άλλαξε ο κύκλος μου, αλλά εγώ που τότε δεν είχα την παραμικρή ιδέα για όλα αυτά άρχισα να ξενυχτάω με τη σκέψη ότι οι φόβοι της Μανούλας θα επαληθευτούν και θα με¬τοικήσω στο Βόλο να μεγαλώνω με το Χαρούλλλη τον υπάλληλο ταχυδρομείου τον καρπό μιας νύχτας μεθυσιού. Κι αυτό ήταν το καλό σενάριο. Γιατί, από τον τρόμο μου μη φτάσει τίποτε στ’ αυτιά του Πατερούλη και πάθει καμιά ανακοπή που το σπλάχνο του ξεπαρθενεύτηκε στην παραλία του χωριού του μια νύχτα με φεγγάρι μ’ έναν τυχάρπαστο, δεν είχα πει απολύτως τίποτα σε κανέναν. Ούτε καν στην Ευρυδίκη, που είναι φίλη μου από την εποχή των δεινοσαύρων. Όσο κι αν την αγαπώ, δεν παύει να είναι μόνιμη κάτοικος του χωριού και να ψοφάει για κουτσομπολιό. Δε φταίει κι αυτή η καημένη, είναι που στο χωριό του Πατερούλη, όπως και στα περισσότερα χωριά της Ελλάδας, τον περισσότερο καιρό δε συμβαίνει απολύτως τίποτα. Αφού λοιπόν δεν είχα μάρτυρα την Ευρυδίκη, κι αφού την επόμενη μέρα κάναμε με το Χάρη πως δε συμβαίνει τίποτα, κι αφού δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ από τότε, ποιος θα με πίστευε; Και βέβαια το να ανοίξω την καρδιά μου στη Μανούλα, όπως έκανα συνήθως μέχρι τότε, ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Κι αυτό ήταν το κακό σενάριο. Άγνωστο αν θα αυτοκτονούσε η ίδια, αν θα έφτανε εμένα στα όρια της αυτοκτονίας ή αν θα πήγαινε με τα πόδια στο Βόλο και θα «αυτοκτονούσε» το Χάρη. Πάντως μια αυτοκτονία θα υπήρχε οπωσδήποτε στην ιστορία.
Και το χειρότερο δεν ήταν αυτό. Μια μέρα διάβασα σ’ ένα περιοδικό την ιστορία μιας γυναίκας που κόλλησε ηπατίτιδα Β όταν πήγε να κάνει τρύπα στο αυτί, και η ιστορία ήρθε κι έδεσε. Όχι μόνο ήμουν έγκυος στο παιδί του Βολιώτη, με είχε κολλήσει και χίλια αφροδίσια και μια ηπατίτιδα καπάκι. Εκείνος δε θα αναγνώριζε το παιδί, που θα ζούσε με τη ρετσινιά του μπάσταρδου, οι γονείς μου θα με πέταγαν έξω απ’ το σπίτι, θα κοιμόμουν στα παγκάκια της Ομόνοιας και για να ξεχάσω τον καημό μου θα άρχιζα την πρέζα. Το παιδί μου θα πουλούσε χαρτομάντιλα στα φανάρια και θα το τάιζα μισομασημένα χάμπουργκερ από τα σκουπίδια των McDonald’s. Και θα ψόφαγα κάποια στιγμή από το κρύο και το παιδί μου θα έμπαινε σε συμμορίες αλλοδαπών για να επιβιώσει. Και λίγα χρόνια μετά όλοι θα με ξέχναγαν, και μέχρι και η Μανούλα θα με είχε ξεγράψει και θα με θυμόταν μόνο μια φορά το χρόνο κάθε 17 Ιουλίου στη γιορτή μου και θα έλεγε αδιάφορα: «Καλό παιδί το Μαρινάκι, αλλά δε με άκουγε ποτέ. Αυτά παθαίνει όποιος δεν ακούει τη Μανούλα». Η μεγαλύτερη φρίκη σε όλη αυτή την ιστορία ήταν ότι κάθε φορά που το σενάριο παιζόταν μπροστά στα μάτια μου συνειδητοποιούσα με τρόμο ότι αν συνέβαιναν όλα αυτά, πέρα από την καταστροφική ξεπέτα την οποία αναμφισβήτητα απόλαυσα τα μάλα, όλη η υπόλοιπη ζωή μου μέχρι εκείνο το σημείο θα είχε υπάρξει πιο βαρετή και από κήρυγμα κατηχητικού.
Έτσι αποφάσισα να βάλω ένα τέλος μια και καλή σε όλο αυτό το μαρτύριο. Πήγα κι έκανα όλες τις εξετάσεις που υπάρχουν, ξεκινώντας από τρία τεστ εγκυμοσύνης, καθώς και μια παρτίδα άσχετες για διάφορες σπάνιες αρρώστιες, γιατί ήθελα να είμαι σί¬γουρη ότι είναι όλα εντάξει για το καινούργιο ξεκίνημα της ζωής μου. Φυσικά δεν ήμουν έγκυος, και λέω φυσικά γιατί είχαμε πάρει όλες τις προφυλάξεις. Ναι, παρέλειψα να σημειώσω αυτή την ασήμαντη λεπτομέρεια. Και ως διά μαγείας, όταν βεβαιώθηκα ότι δεν έχω τίποτα, μου ήρθε και η περίοδος. Μου πήρε μερικές μέρες να συντονιστώ με τη νέα πραγματικότητα και να εμπεδώσω ότι δε χρειαζόταν να έχω πια άγχος, αλλά τέλος καλό όλα καλά. Ήμουν έτοιμη πια να πάρω τη ζωή στα χέρια μου. Και το κενό που ένιωσα όταν δεν είχα πια σενάριο να με βασανίζει με έκανε να συνειδητοποιήσω για μια ακόμη φορά ότι είχα άμεση ανάγκη από λίγη δράση.
Τότε λοιπόν ζήσαμε οικογενειακώς την πρώτη από μια σειρά σκηνών αρχαίας τραγωδίας. Ήταν τότε που ανακοίνωσα στους γεννήτορές μου ότι είμαι πλέον ενήλικη, ότι δεν έχω πια καμία όρεξη να δίνω καθημερινή λεπτομερή αναφορά για το τι κάνω και δεν κάνω και ότι από εκείνη τη στιγμή και εφεξής θα έβγαινα όποια ώρα ήθελα και θα επέστρεφα επίσης όποια ώρα ήθελα. Ο Πατερούλης δεν είπε τίποτα απολύτως. Την επόμενη μέρα μου αγόρασε κινητό για να μπορώ να τους ειδοποιήσω αν τύχαινε κάτι. Η Μανούλα έκλαιγε τρία μερόνυχτα. Ασταμάτητα. Έκανε διάλειμμα μόνο για να βγάλει ένα σύντομο λογύδριο περί «Αχαριστίας» και μετά ξανάπιανε το κλάμα. Αλλά είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να μην αφήσω αυτό το κόλπο να πιάσει ποτέ ξανά. Και μέχρι αυτή τη στιγμή τηρώ την υπόσχεσή μου με δόξα και τιμή.
Το Παρίσι στον Κύβο κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία στις 30 Ιουνίου!