Τώρα ήρθε η ώρα να γνωρίσετε και την Αλίκη:
Παιδί των βορείων προαστίων, πολυλογού, καλόκαρδη κι ενθουσιώδης, συχνά υπέρ το δέον. Δύο είναι τα όνειρά της: να γίνει διάσημη –δεν ξέρει ακριβώς σε τι, αλλά έχει όλο τον καιρό μπροστά της να το ανακαλύψει– και να παντρευτεί τον μεγάλο της έρωτα, τον Κωνσταντίνο.
Αλίκη
Άκρα του τάφου σιωπή στην Porsche βασιλεύει. Κοιτάζω εναλλάξ το τέλειο μανικιούρ μου και το προφίλ του καθώς έχει καρφώσει τα μάτια του ευθεία μπρο¬στά κρατώντας το τιμόνι που σπάνια αποχωρίζεται. Δεν είναι ταξιτζής, καμία σχέση. Απλώς έχει μια ανεξήγητη –στα δικά μου μάτια– ψύχωση με οτιδήποτε έχει τέσσερις ρόδες (εκτός από τα καροτσάκια των μωρών, προς μεγάλη μου απογοήτευση). Πολλές φορές είναι λες κι έχουμε και τρίτο στην παρέα. Νομίζω ότι θα ρωτήσουμε και την Porsche να μας πει τη γνώμη της. Μόλις έχω ξεφουρνίσει στον καλό μου ότι σε τρεις βδομάδες φεύγω για με¬ταπτυχιακό στο Παρίσι. Ως συνήθως η αντίδραση αργεί χαρακτη¬ριστικά να έρθει κι έτσι έχω το χρόνο να πλάσω με τη φαντασία μου τη σκηνή:
Εκείνος γυρίζει αργά προς τα δεξιά, με κοιτάζει με δάκρυα στα μάτια και μου φωνάζει «Μη φεύγεις απόψε, μη φεύγεις σου λέω, δε χρειάζεται να κάνεις μεταπτυχιακό, δε χρειάζεται να κάνεις τί¬ποτα γιατί σε τρεις μήνες (δείχνει κατανόηση στο ότι πρέπει και να προλάβω να κάνω τις ετοιμασίες για το γάμο της χιλιετίας) θα γίνεις γυναίκα μου και θα είσαι πολύ απασχολημένη με το να είσαι απλά κυρά κι αρχόντισσα της καρδιάς και του σπιτιού μου».
Και όπως κάθε φορά που ανοίγω μια χαραμάδα στη φαντασία μου, αυτή παίρνει φόρα, μου κοπανάει την πόρτα στη μούρη, δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι που λένε, και τρυπώνει και τα κάνει όλα κώλο. Τι ταξίδια του μέλιτος, τι αμερικάνικα πρωινά στην αστραφτερή ολοκαίνουργια κουζίνα του ολοκαίνουργιου τρίπατου σπιτιού, τι βραδιές μπροστά στο τζάκι με κόκκινο κρασί, τι κυριακάτικα απογεύματα με φίλους κι επιτραπέζια, τι φιλιά κάτω από πελώρια χριστουγεννιάτικα δέντρα, τι δείπνα με τις οικογένειες, τι γεννητούρια μωρών, τι επέτειοι γάμου.
Είναι ν’ απορώ κι εγώ η ίδια με την ταχύτητα με την οποία δουλεύει το μυαλό μου όταν πλάθει όλες αυτές τις ιστορίες. Αντίθετα, κάθε φορά που κάθομαι να γράψω εκείνο το έρμο το σενάριο, το μυαλό μου είναι σαν τα μπλοκ ζωγραφικής μου: άσπρο, κενό και ολοκάθαρο. Γιατί εδώ πρέπει να σημειώσω ότι είμαι κατά φαντασίαν καλλιτέχνις. Λάθος, είμαι εν δυνάμει καλλιτέχνις. Πά’ να πει, δεν έχω βρει ακόμα την κλίση μου αλλά δεν το βάζω κάτω. Ξεκίνησα από ζωγράφος αλλά δεν είχε αρκετή δόξα και γκλάμουρ, πολλή μοναξιά και πολύ κόπο και κόκκινο χαλί πουθενά, άσε που όσο κι αν κοπανιόμουνα και δοκίμαζα ένα σωρό τεχνοτροπίες τα σχέδιά μου επέμεναν πεισματικά να μοιάζουν με ζωγραφιές δημοτικού. Συνέχισα ως τραγουδίστρια μπάνιου, προσπαθώντας να βρω τον τόνο μου, μέχρι που μια μέρα η Μαμά βαρέθηκε να κάνει υπομονή, χτύπησε την πόρτα, είπε «Συγγνώμη παιδί μου, δε θέλω να σε πικράνω αλλά είσαι εντελώς φάλτσα» κι έφυγε, αφήνοντάς με να κοιτάζω το κενό σοκαρισμένη, με το τηλέφωνο μπάνιου – μικρόφωνο ανά χείρας, προσπαθώντας να χωνέψω την αλήθεια, και πάλι καλά που τότε δεν είχαν ξεκινήσει τα X Factor και τα λοιπά παρεμφερή, γιατί αν υπήρχαν θα πήγαινα σίγουρα προσπαθώντας να τη διαψεύσω και θα ζούσα πανελλήνια ξεφτίλα, κι όχι τίποτ’ άλλο, δε θα μπορούσα μετά να γίνω διάσημη και σε απολύτως τίποτε άλλο.
Θα έμενα για πάντα η «Ρε συ αυτή δεν είναι που πήγε στο X Factor κι έβγαζε βατράχια από το στόμα;» Και θα με έπαιζε επαναλήψεις ο Ant1 τα κυριακάτικα μεσημέρια και δε θα τολμούσα να ξεμυτίσω. Άσε που ο Κωνσταντίνος μου δε θα με πλησίαζε ούτε από χιλιόμετρο. (Κωνσταντίνος, βλέπε ο μουγκός θεός που κάθεται δίπλα μου και που είναι και πολύ μουράτος γκόμενος και δεν μπορεί τέτοια ξεφτιλίκια.)
Οπότε συνέχισα ως ηθοποιός, συμμετέχοντας σε θεατρικές ομάδες για τέσσερα χρόνια, και ήμουν και ψιλοκαλή, μέχρι που αποφάσισα ότι στην Ελλάδα οι ηθοποιοί ψωμολυσσάνε, ότι μάλλον θα έπρεπε να δώσω τον πολύτιμο ανθό μου για ένα ρολάκι σε καμιά σειρά τύπου ελληνική Δυναστεία, οπότε, μια που είχα ήδη δει περίπου πέντε χιλιάδες ταινίες προσπαθώντας να παπαγαλίσω τρόπους παιξίματος και θεωρούσα ότι άθελά μου είχα αποκτήσει «σκηνοθετική ματιά», την είδα να γίνω σκηνοθέτις.
Επειδή όμως σκηνοθέτης δε γίνεσαι έτσι, άντε ξύπνησα μια μέρα κι έγινα, θέλει σπουδές και μάλιστα βαρβάτες, κι εγώ τότε ήδη είχα ξεκινήσει σπουδές στη Γαλλική Φιλολογία Αθηνών –έτσι μωρέ να έχω ένα πτυχίο στα χέρια μου γιατί ποτέ δεν ξέρεις με τα καλλιτεχνικά–, και όρεξη καμία δεν είχα να φάω άλλα τέσσερα χρόνια στα έδρανα αφού τελειώσω τη Γαλλική, αποφάσισα να γράψω πρώτα ένα σενάριο, που μου καθόταν πιο εύκολο, γιατί το σενάριο μπορεί να το σπουδάζεις μεν αλλά άμα έχεις ταλέντο (κι εγώ πρέπει κάπου να έχω ένα ρημάδι ταλέντο, δε γίνεται, αλλιώς τι τη νιώθω αυτή τη ρημάδα την έμπνευση να με στριφογυρίζει σαν φτέρνισμα την άνοιξη) κάθεσαι, το γράφεις και γίνεται ταινία και όλοι παραληρούν και πας στα Όσκαρ και στις Κάννες και στις Χρυσές Σφαίρες κι όπου τραβάει η ψυχή σου και μιλάς σπαστά ελληνικά και δίνεις τις συνεντεύξεις σαν να μοιράζεις φυλλάδια στην Ερμού σε περίοδο Χριστουγέννων.
Στο μεταξύ όμως περάσανε τα χρόνια και το σενάριο έχει μείνει ακόμα στον τίτλο, και φέτος τελείωσα τη σχολή και με «λίαν καλώς» παρακαλώ, και μια που τίποτα δεν έχω γράψει μέχρι τώρα και δε μου έρχεται καθόλου καλά να ξεκινήσω να δουλεύω, γιατί ποιος δουλεύει οχτάωρα και κάθεται μετά και το παίζει καλλιτέχνης, αυτά γίνονται μόνο στις ταινίες, πριν λίγο καιρό είχα τη φαεινή ιδέα να κάνω μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Το σχέδιο φαίνεται τέλειο απ’ όλες τις απόψεις: αρχικά, θα έχω άλλον ένα χρόνο να αναζητήσω το ταλέντο μου, θα ζήσω στην πόλη που λατρεύω από μικρό παιδί, θα γνωρίσω άπειρο κόσμο και, ποιος ξέρει, μπορεί εκεί να βρίσκεται και η μεγάλη ευκαιρία να γίνω κάτι το μοναδικό, το συναρπαστικό, το ανεπανάληπτο. Κι έπειτα είναι επιτακτική ανάγκη να βελτιώσω και το βιογραφικό μου γιατί, όπως είπα, ποτέ δεν ξέρεις με τα καλλιτεχνικά και πού πας κυρά μου με μια ξερή Γαλλική και δύο γλώσσες;
Άσε που ο Κωνσταντίνος, πέραν του ότι μιλάει τρεις γλώσσες, έχει κάνει όχι μόνο μεταπτυχιακό αλλά και MBA, που δεν έχω καταλάβει ακριβώς τι είναι αλλά πριν έξι μήνες που το έκανε (είμαστε ήδη μαζί δύο χρόνια, οπότε μάλλον δεν είμαι εντελώς τρελή που κάνω όνειρα για καροτσάκια μωρών) διάβαζε κάτι μεταμεσονύχτιες ώρες μαζί με μια παρέα συμφοιτητές και συμφοιτήτριες (τη μέρα δουλεύει σε μια ναυτιλιακή) κι εγώ δεν επιτρεπόταν να πάω σ’ αυτές τις συναντήσεις κι έκανα να τον δω βδομάδες και πολύ στραβά μου ’χε κάτσει αυτό το άτιμο το MBA. Με λίγα λόγια, απλά δε γίνεται αυτός να έχει όλα αυτά κι εγώ να έχω ένα σκέτο πτυχίο.
Και στο κάτω κάτω, όταν το συζήτησα με τον Μπαμπά (γεμάτη ενοχές γιατί είμαστε τρία αδέρφια και η Μαμά δε δουλεύει και, όσο κι αν θα το ήθελα, τα λεφτά δε μας τρέχουν απ’ τα μπατζάκια), εκείνος με την ακλόνητη λογική του Αιγόκερου τα έβαλε κάτω και μου είπε ότι θα μπορούσα να φύγω στο εξωτερικό για ένα χρόνο, μόνο που θα ήταν μόνο για ένα χρόνο –λες και θα μπορούσα να αντέξω παραπάνω χωρίς τον Κωνσταντίνο–, και θα έχανα και το αυτοκίνητο – δώρο πτυχίου. Εγώ εννοείται ότι πήδηξα μέχρι το ταβάνι από τη χαρά μου, ποιος το χέζει τώρα το αυτοκίνητο, άλλωστε όταν γυρίσω θα είμαι πλούσια και διάσημη και θα πάρω όποιο αυτοκίνητο γουστάρω, σημασία έχει ότι φεύγω! Το μόνο μου πρόβλημα, το αιώνιο πρόβλημα τα τελευταία δύο χρόνια, είναι ο Κωνσταντίνος, που θα βρει την ευκαιρία να πηδήξει ό,τι δεν πήδηξε από τη μέρα που γνωριστήκαμε. Τώρα βέβαια αυτό μπορεί να ακούγεται παράξενο, όχι το ότι ο Κωνσταντίνος θέλει να πηδήξει, αλλά ότι εγώ το ξέρω και παρ’ όλ’ αυτά δεν τον στέλνω στα τσακίδια. Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο μπορεί να φαίνονται. Και αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που πρέπει να φύγω.
Όταν γνώρισα τον Κωνσταντίνο, μόλις είχα τελειώσει το δεύτερο έτος, ήμουνα δεν ήμουνα είκοσι χρονών κουτάβι και το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν η θεατρική ομάδα, πώς θα βάψω τα μαλλιά μου την κάθε σεζόν και πού θα πάω το βράδυ με τις φίλες μου. Μόλις είχα χωρίσει από μια σχέση δύο ετών (τους κρατάω και πολύ πανάθεμά με), με το Νικόλα, ζωγράφο που σπούδαζε στην Αγγλική –κι αυτός για να έχει ένα πτυχίο στο χέρι του σε περίπτω¬ση που δεν του έβγαιναν τα καλλιτεχνικά.
Ήταν μια απ’ αυτές τις σχέσεις που ξεκινάνε με όρκους αιώνιας αγάπης, θα σ’ αγαπώ για εφτά ζωές κι ακόμα παραπέρα, και τελειώνουν με μπινελίκια και γαμωσταυρίδια. Για να γίνω πιο συγκεκριμένη, εγώ υπήρξα ο παραλήπτης των μπινελικίων, απλά και μόνο επειδή κουράστηκα να κοιτάζω τ’ άστρα και να διαβάζω τα ποιήματα που μου έγραφε και άρχισα να θέλω να βγαίνω έξω κάθε βράδυ. Στο τέλος, η κατάσταση έγινε τόσο αποπνικτική, θέλαμε τόσο διαφορετικά πράγματα, που αναγκάστηκα να κάνω το αδιανόητο για μένα: τον χώρισα. Θα πει κανείς, σιγά το αδιανόητο. Για μένα, όμως, που μεγάλωσα με παραμύθια, που είχα σαν πρότυπο τους γονείς μου, οι οποίοι είναι ακόμα ερωτευμένοι σε βαθμό εμετού μετά από είκοσι πέντε χρόνια γάμου και που το όνειρό μου ήταν πάντοτε να κάνω το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά μου στα είκοσι πέντε, το να χωρίσω κάποιον που με αγαπούσε όσο με αγα-πούσε ο Νικόλας ήταν πραγματικά αδιανόητο.
Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς έγινε, απλά έγινε. Ξύπνησα ένα πρωί και είχα πάψει να τον αγαπάω. Έβλεπα τους πάκους με τα γράμματα που μου έγραφε και που κάποτε έλιωνα στο κλά¬μα όταν τα διάβαζα και μ’ έπιαναν τα γέλια. Είχα την εντύπωση ότι έσταζαν τόσο πολύ μέλι που θα μπορούσα να φτιάξω μελομακάρονα για δυο χωριά.
Κι επιπλέον, με είχαν κουράσει όλες αυτές οι ατελείωτες βόλτες με τα πόδια και τα λεωφορεία γιατί δεν είχε λεφτά να πάμε ούτε για μπίρα και καθώς ήταν και περήφανος δε δεχόταν να πληρώσω τίποτα. Τότε δούλευα κρυφά σ’ ένα μπαράκι της γειτονιάς και είχα κάτι πενταροδεκάρες, μέχρι που μια μέρα ένας γείτονας καλοθελητής με κάρφωσε στον Μπαμπά και αναγκάστηκα να σταματήσω μετά από μια σειρά επεισοδίων των οποίων ο κεντρικός πυρήνας ήταν ότι δε με μεγάλωσε εκείνος στα πούπουλα για να με χαλβαδιάζει ο κάθε σουρωμένος μπαγλαμάς και ότι αν ήθελα χαρτζιλίκι έπρεπε απλά να του το ζητήσω, κι άντε τώρα εγώ να του εξηγήσω ότι ήθελα να μαζέψω λεφτά μπας και πείσω το Νικόλα να πάμε εκείνες τις ευλογημένες διακοπές στο κάμπινγκ στην Εύβοια. Δε θα με ξέπλενε ούτε ο Ιορδάνης ποταμός.
Όχι που θα πήγαινα διακοπές, αλλά που σχεδίαζα να πληρώσω όλες τις διακοπές εγώ (στον κόσμο του Μπαμπά μου, η γυναίκα έχει πορτοφόλι για να έχει μέσα τη φωτογραφία του άντρα της και τις πιστωτικές του –αυτά τα πρότυπα με κατέστρεψαν).
Φυσικά το σχέδιο έμεινε απραγματοποίητο, αλλά στο μεταξύ είχα προλάβει να μαζέψω ένα σεβαστό ποσό και να σκεφτώ λεπτομερώς και σε ποια μπαράκια θα το επενδύσω. Πιο εύκολο ήταν όμως να πείσω τον Μπαμπά να με αφήσει να κάνω πεζοδρόμιο στη Συγγρού παρά να πείσω το Νικόλα να δεχτεί να βγαίνουμε και να τα πληρώνω όλα εγώ.
Όταν λοιπόν οι προσπάθειές μου να τον ξεκουνήσω από τα πάρκα και τα ηλιοβασιλέματα και να ξεκινήσουμε να πηγαίνουμε σε κανένα από τα in μπαράκια στου Ψυρρή όπως όλος ο κόσμος απέβησαν εντελώς άκαρπες, ξεκίνησα να βγαίνω μόνη μου με τις φίλες μου, που τις είχα εντελώς στο φτύσιμο επί δύο χρόνια.
Και τότε ξεκίνησαν και η γκρίνια, η μουρμούρα και οι καβγάδες. Ο Νικόλας μεταμορφώθηκε εν μιά νυκτί από μελιστάλαχτος εραστής και μυστηριώδης καλλιτέχνης σε ανασφαλές παιδάκι που χτυπάει το πόδι του κάτω ζητώντας προσοχή, κι εγώ επειδή είμαι ανασφαλής από μόνη μου ένιωθα ακόμα μεγαλύτερη ανασφάλεια δίπλα σε τόση ανασφάλεια.
Έτσι, πριν από δύο καλοκαίρια, μετά από ατελείωτες βασανιστικές ώρες διαλογισμού, πήγα σπίτι του και του ανακοίνωσα τη μεγάλη απόφαση. Τι πιο λογικό, ήρθα να σε χωρίσω και να φύγω. Κι επειδή μέσα σ’ όλα είμαι και απόλυτα ενοχικό άτομο, όταν ξεκίνησε να με λούζει με τις χειρότερες βρισιές παρέμεινα ακίνητη με τα πόδια βιδωμένα στο πάτωμα και άκουσα στωικά όλες τις λεκτικές παραλλαγές που σχετίζονται με το επάγγελμα της επί χρήμασι εκδιδομένης γυναικός, θεωρώντας ότι αφού πληγώνω κάποιον τόσο πολύ πρέπει τουλάχιστον να του δώσω το πε¬ριθώριο να εκτονωθεί.
Σύμφωνα με το παραλήρημα του Νικόλα, ήμουν μια παλιοτσούλα που δεν τον αγάπησε ποτέ (μέγα ψέμα), που τον ήθελε μόνο για την πλάκα της (δύο χρόνια πόση πλάκα να σπάσεις πια), που τον χώριζε γιατί δεν είχε λεφτά (όχι εντελώς λάθος, αλλά το έκανε ν’ ακουστεί πολύ πολύ άσχημα, λες και μόλις έφευγα από το σπίτι του ήμουνα καρφί γι’ αεροδρόμιο να μετοικήσω στην έπαυλη του Χιου Χέφνερ και να κυκλοφορώ με ροζ νυχτικό και γούνινα αυτιά κουνέλας ένα πράμα). Που με μάγεψε η Χώρα των Θαυμάτων (με λένε Αλίκη και κάτι τέτοια ποιητικά μου τα πέταγε κατά καιρούς, και τώρα που ήμουνα μπροστά του σαν μαθητής σε τιμωρία δάγκωνα τα μάγουλά μου απομέσα για να μη γονατίσω από τα γέλια), που σίγουρα είχα ήδη γκόμενο και πηδιόμουνα μαζί του όλα τα βράδια που υποτίθεται ότι έβγαινα με τις φίλες μου, που αυτός ο μαλάκας, ο μαλάκας, ο μαλάκας (ναι, το είπε τρεις φορές) έδωσε το είναι του για μένα, και που από εκείνη τη στιγμή με μισούσε θανάσιμα (διακόπτη πάτησε ο άτιμος;) και δεν επρόκειτο να μου ξαναμιλήσει ποτέ στη ζωή του. Και προς μεγάλη μου λύπη και ανακούφιση μαζί, γιατί πραγματικά δεν ξέρω τι θα μπορούσα να του πω μετά από τέτοιο χέσιμο, το είπε και το έκανε. Όλες τις φορές που τον συνάντησα έκτοτε, έκανε ότι δε με έβλεπε. Μια φορά, μάλιστα, έκανε μπροστά μου ολόκληρο διάλογο με την κολλητή μου την Τζωρτζίνα χωρίς να μου πει καν γεια, λες και ήμουν αόρατη. Για τέτοιο μίσος μιλάμε.
Όταν λοιπόν, δύο μήνες μετά το μνημειώδες παραληρηματικό χεστήρι, στην παραλία του Σχοινιά, εκεί που λιαζόμουνα με τις φίλες μου, γνώρισα τον Κωνσταντίνο, που εξέπεμπε αυτοπεποίθηση σε ακτίνα χιλιομέτρου και είναι και κούκλος ο άτιμος, έχασα τον κόσμο. Το πιο επικίνδυνο, για μένα φυσικά και όχι για τον ίδιο, ήταν ότι όλη αυτή η αυτοπεποίθηση ήταν συνδυασμένη με μια τέ¬τοια ηρεμία και μια γαλήνη που δε σου άφηνε περιθώριο και χρόνο να οχυρωθείς και να πάρεις αμυντική στάση. Γιατί αυτούς τους τύπους που το παίζουν ωραίοι και κάνουν του κόσμου τα καρα-γκιοζιλίκια και λένε όλες τις κλισέ ατάκες στη σειρά για να εντυπωσιάσουν μια γυναίκα τους ξερνάω. Δεν πά’ να είναι ο Ρουβάς ο άλλος, με το που θα δω ότι το παίζει και καλά ωραίος έχω γίνει μπουχός. Ας πάνε να βρούνε τίποτα ξέκωλα να εντυπωσιάσουν.
Ο Κωνσταντίνος όμως ήταν αλλιώς. Είκοσι έξι χρονών τότε, μελαχρινός, με κάτι πράσινα μάτια που σε τρυπάνε και φτάνουνε στο πίσω μέρος του κρανίου και κορμί θανατηφόρο, ήταν από την αρχή ευγενέστατος, χαμογελαστός και με ωραίους τρόπους. Όταν βγήκαμε για πρώτη φορά ήταν αρχές Σεπτέμβρη και ο καιρός ήταν ακόμα υπέροχος. Με πήγε για ποτό δίπλα στη θάλασσα. Δίπλα στην κυριολεξία, δηλαδή• ήταν σ’ εκείνο το μπαράκι στα Λιμανάκια της Βουλιαγμένης που κατεβαίνεις το κατσάβραχο για να φτάσεις. Κι εγώ, επειδή πρώτη φορά ερχόταν γκόμενος να με πάρει με αυτοκίνητο κι επειδή μου είπε ότι θα πάμε κάπου ξεχωριστά, είχα σημαιοστολιστεί σαν παρέλαση της 25ης Μαρτίου και κατέβαινα το κατσάβραχο με το δεκάποντο. Αλλά τσιμουδιά δεν έβγαλα, αν και όση ώρα έκανα την επικίνδυνη κατάβαση σκεφτόμουνα ότι πάει και τελείωσε, η μοίρα μου η σακατεμένη θέλει να χαμουρεύομαι όλη την ώρα σε φυσικά τοπία, και μήπως τελικά αυτή είναι η κλίση μου και να γίνω, ξέρω γω… εξερευνήτρια; Ή μήπως παρουσιάστρια σ’ αυτές τις τρομερές εκπομπές που σε πληρώνουν για να κάνεις το γύρο του κόσμου και να τρως εξωτικά φαγιά και να πίνεις κοκτέιλ μέσα από ανανάδες και να σε τρίβουνε στα σπα κι εσύ με το μικρόφωνο γκουμούτσα να αφηγείσαι τάχα μου τάχα μου τη σκληρή καθημερινότητα στην Ταϊλάνδη; Αλλά και πάλι δεν ήξερα και κανέναν στα μίντια που να μπορούσα να του πω την τρομερή μου ιδέα, και σταμάτησα να σκέφτομαι για να συγκεντρωθώ στην κατάβαση, γιατί με φαντάστηκα γκρεμοτσακι¬σμένη πριν προλάβω να διαπρέψω σε τίποτα και φρίκαρα.
Έτσι βρήκα ευκαιρία να στηριχτώ στο μπράτσο του Κωνσταντίνου ως εύθραυστος μίσχος λουλουδιού και με την ευκαιρία να δω και τι παίζει από μπράτσο. Και είδα. Το Χριστό φαντάρο. Όχι ότι δεν το είχα σκανάρει διακριτικά και την πρώτη φορά στην παραλία, με πλάγιες ματιές, φυσικά, μη με περάσει και για καμιά λιγούρα, αλλά όταν το πιάνεις είναι αλλιώς. Το μπράτσο, πάντα. Και σε συνδυασμό με το θεϊκό άρωμα που φορούσε, μου δημιουργήθηκε τέτοια ζαλάδα που αποφάσισα ότι αν κατέβω μόνη μου είχα λιγότερες πιθανότητες για πτώση. Όταν φτάσαμε επιτέλους στο μπαράκι, ακολούθησε μια βραδιά μοναδική.